- πεπατημένος
- -η, -οβλ. πατώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεπατημένος — πατέω eat perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυντλώδης — ῶδες, Α [τύντλος) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης 2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός» … Dictionary of Greek
εντριβής — ές (AM ἐντριβής, ές) 1. έμπειρος, πεπειραμένος, εξασκημένος, ειδικός, δοκιμασμένος, δόκιμος (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν πάνω στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό) (α. «είναι εντριβής φιλόλογος» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε… … Dictionary of Greek
καθαμαξεύω — (Α) 1. κατατρίβω με τους τροχούς τής άμαξας 2. μτφ. πιέζω, συνθλίβω, συντρίβω («καθημάξευσε ταῑς συμφοραῑς», Ευνάπ.) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθημαξευμένος, η, ον α) διεφθαρμένος β) κοινός, συνηθισμένος, τετριμμένος, πεπατημένος γ) (για … Dictionary of Greek
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek